- λεπισθῆναι
- λεπίζωpeel off the huskaor inf pass
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπίζω — (I) λεπίζω (AM) [λέπος] αφαιρώ το δέρμα ή τον φλοιό, ξεφλουδίζω, γδέρνω («ἔλαβε... ῥάβδον στυρακίνην χλωρὰν καὶ καρυΐνην... καὶ ἐλέπισεν αὐτάς», ΠΔ). (II) λεπίζω (Α) [λεπίς] αφαιρώ τις μεταλλικές λεπίδες με τις οποίες είναι διακοσμημένο ένα… … Dictionary of Greek